- μελλούμενος
- -η, -ο1. μελλοντικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μελλούμενααυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κατάλ. -ούμενος αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. χαρ-ούμενος, χρειαζ-ούμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.