μελλούμενος

μελλούμενος
-η, -ο
1. μελλοντικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μελλούμενα
αυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κατάλ. -ούμενος αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. χαρ-ούμενος, χρειαζ-ούμενος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέλλω — πρτ. έμελλα, μτχ. μέσ. ενεστ. μελλούμενος 1. σκοπεύω, πρόκειται να: Δεν ξέρω τι μέλλει να συμβεί. 2. το ουδ. της μτχ., στον πληθ., τα μελλούμενα τα μέλλοντα, τα κατοπινά: Ισχυρίζεται ότι προβλέπει τα μελλούμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”